Μέσω της διαρκούς συγκέντρωσης πληροφοριών για την αγορά (market intelligence) και της διϋπηρεσιακής προσέγγισης στην εκτίμηση της αγοράς, οι Αναθέτουσες Αρχές είναι σε θέση να προσδιορίζουν πότε οι οικονομικοί φορείς ενδέχεται να επιχειρούν να εξαλείψουν ή να έχουν ήδη εξαλείψει τον ανταγωνισμό, δημιουργώντας έτσι τοπικό μονοπώλιο. Το μονοπώλιο στηρίζεται στη λογική του μοναδικού προμηθευτή, ο οποίος θα επιδιώξει να επιτύχει υψηλότερη τιμή για ένα προϊόν ή μία υπηρεσία. Ένα σχετικό παράδειγμα είναι όταν οι μεγάλες εταιρείες συμβούλων επιχειρήσεων (management consultants) συμφωνούν από κοινού να υποτιμολογούν διαρκώς επί μία παρατεταμένη χρονική περίοδο (έως και 1 χρόνο) τις συμβάσεις μικρότερου μεγέθους και χαμηλότερης αξίας, ενώ ταυτόχρονα αποκομίζουν υψηλά κέρδη από Έργα με υψηλότερη προστιθέμενη αξία τα οποία τους ανατίθενται από την Αναθέτουσα Αρχή. Μακροπρόθεσμα αυτό είναι πιθανό να εξαλείψει τους μικρότερους οικονομικούς φορείς που εξαρτώνται από τέτοιες μικρές συμβάσεις για την επιβίωσή τους, εξασφαλίζοντας έτσι ότι στην αγορά θα παραμείνουν μόνο λίγοι και μεγάλοι ανταγωνιστές.
 
  Είναι σημαντικό να μη μας διαφεύγει ότι οι Αναθέτουσες Αρχές είναι δυνατόν να δημιουργήσουν αθέλητα μονοπώλιο στην αγορά εάν, για παράδειγμα, γίνονται υπερβολικά συγκεκριμένες ή θέτουν χωρίς λόγο πολύ υψηλά πρότυπα στις προδιαγραφές τους.

  Όπου η διατήρηση των μονοπωλίων δεν είναι δυνατή, ορισμένοι προμηθευτές μίας συγκεκριμένης ομάδας προϊόντων μπορεί να οργανωθούν σε καρτέλ. Καρτέλ είναι η σύμπραξη ανεξάρτητων μεταξύ τους εταιρειών με σκοπό τη ρύθμιση της τιμής και των συνθηκών πώλησης των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προσφέρουν. Τα καρτέλ είναι παράνομα και κάθε σχετική υποψία πρέπει να αναφέρεται αμέσως στην Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, με ταυτόχρονη γνωστοποίηση προς τον Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας. Η αναζήτηση διαφορετικής τεχνικής λύσης για την ικανοποίηση της ανάγκης της Αναθέτουσας Αρχής εφόσον διαφαίνεται ότι η προτεινόμενη λύση οδηγεί σε καρτέ, μπορεί να αποτελεί εναλλακτική επιλογή.