Μετά τον τερματισμό της σύμβασης, η Αναθέτουσα Αρχή έχει τη δυνατότητα είτε να ολοκληρώσει η ίδια το αντικείμενο της σύμβασης (περίπτωση συμβάσεων υπηρεσιών ή δημόσιων έργων), είτε να συνάψει οποιαδήποτε άλλη σύμβαση με τρίτο μέρος για την εκτέλεση/ ολοκλήρωση του αντικειμένου της σύμβασης, με κάλυψη της ενδεχόμενης διαφοράς τιμής από τον Ανάδοχο. Σε περίπτωση που ο Ανάδοχος είναι κοινοπραξία φυσικών ή/και νομικών προσώπων και ένας ή περισσότεροι από τους λόγους τερματισμού της σύμβασης που παρατίθενται στον Πίνακα 6-10 αφορά σε ένα από τα μέλη της κοινοπραξίας, τα υπόλοιπα μέλη της κοινοπραξίας, ως αλληλεγγύως ευθυνόμενα, υποχρεούνται να ολοκληρώσουν την υλοποίηση του αντικειμένου της σύμβασης χωρίς διαφοροποίηση σε ότι αφορά στις συμβατικές υποχρεώσεις του Αναδόχου.

Σε κάθε περίπτωση, η Αναθέτουσα Αρχή διατηρεί το δικαίωμα να τερματίσει τη σύμβαση εάν το μέλος της κοινοπραξίας για το οποίο ισχύουν οι λόγοι αποκλεισμού είναι ο συντονιστής της κοινοπραξίας ή εάν το ποσοστό συμμετοχής του μέλους αυτού δημιουργεί βάσιμες υποψίες περί αδυναμίας εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων από τα υπόλοιπα μέλη.

 Σημειώνεται ότι ειδικά στην περίπτωση συμβάσεων δημοσίων έργων, η Αναθέτουσα Αρχή ή ο νέος Ανάδοχος έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν για τη συμπλήρωση του Έργου, μέρος των Μηχανημάτων Αναδόχου, Προσωρινών Έργων και υλικών που κρίνουν κατάλληλο.

 Επιπλέον, εφόσον δεν απαγορεύεται δια νόμου, ο απερχόμενος Ανάδοχος οφείλει, αν του δοθεί οδηγία από το Μηχανικό εντός 14 ημερών (εκτός αν άλλως ορίζεται στη σύμβαση) από την είσοδο στο εργοτάξιο και λύση της σύμβασης, να εκχωρήσει στην Αναθέτουσα Αρχή τα προνόμια οποιασδήποτε συμφωνίας την οποία είχε συνάψει για την προμήθεια εμπορευμάτων ή υλικών ή υπηρεσιών ή/και για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας για τους σκοπούς της σύμβασης.

Με τον τερματισμό της σύμβασης από την Αναθέτουσα Αρχή, ο Ανάδοχος παύει να έχει οποιαδήποτε ευθύνη για καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του Έργου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαλλάσσεται των όποιων ευθυνών που ίσως είχαν προκύψει πριν από τη λύση της σύμβασης. Σε περίπτωση τερματισμού λόγω αδυναμίας ή μη ικανοποιητικής απόδοσης του Αναδόχου στην εκτέλεση της σύμβασης, ενδέχεται να στερηθεί στον Ανάδοχο το δικαίωμα συμμετοχής σε μελλοντικούς διαγωνισμούς, είτε μόνιμα, είτε για καθορισμένη χρονική περίοδο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους Κανονισμούς 32 και 37 της Κ.Δ.Π. 138/2016.

 Επιπλέον, σε περίπτωση τερματισμού της σύμβασης από την Αναθέτουσα Αρχή, η τελευταία πρέπει να προβεί στην κατάσχεση της Εγγύησης Πιστής Εκτέλεσης. Αν η ζημιά που υπέστη η Αναθέτουσα Αρχή υπερβαίνει το ποσό της προαναφερόμενης εγγύησης, τότε η Αναθέτουσα Αρχή διατηρεί το δικαίωμα για λήψη δικαστικών ή άλλων μέτρων που θεωρεί απαραίτητα εναντίον του Αναδόχου προς επανόρθωση της κατάστασης.

 Το συντομότερο δυνατό μετά τον τερματισμό της σύμβασης, ο Συντονιστής (ή ο Μηχανικός στην περίπτωση δημοσίων έργων) θα πρέπει να πιστοποιήσει την αξία των παρασχεθέντων υπηρεσιών ή των παραδοθέντων προϊόντων ή των εκτελεσθέντων εργασιών και όλων των οφειλόμενων προς τον Ανάδοχο ποσών μέχρι την ημερομηνία τερματισμού. Η Αναθέτουσα Αρχή δεν υποχρεούται να προβεί σε οποιεσδήποτε περαιτέρω πληρωμές προς τον Ανάδοχο μέχρι να ολοκληρωθούν οι υπηρεσίες ή η παράδοση των προϊόντων ή, στην περίπτωση συμβάσεων δημοσίων έργων, μέχρι τη λήξη της Περιόδου Ευθύνης Ελαττωμάτων και, μετά από αυτή, μέχρι τα έξοδα για την εκτέλεση, συμπλήρωση και επιδιόρθωση των ελαττωμάτων, οι ζημιές ή ποινικές ρήτρες για καθυστέρηση στη συμπλήρωση και όλα τα άλλα έξοδα τα οποία έχει υποστεί η Αναθέτουσα Αρχή έχουν εξακριβωθεί και το αντίστοιχο ποσό έχει πιστοποιηθεί από το Υπεύθυνο Συντονιστή (ή το Μηχανικό). Μετά την ολοκλήρωσή τους, η Αναθέτουσα Αρχή δικαιούται να ανακτήσει από τον Ανάδοχο επιπρόσθετα έξοδα, εάν υπάρχουν, που θα προκύψουν για την ολοκλήρωση των υπηρεσιών ή των παραδόσεων ή των εργασιών, και αφού τα συμψηφίσει με το οφειλόμενο ποσό στον Ανάδοχο, να του καταβάλει ή να απαιτήσει από αυτόν το ποσό της διαφοράς.

 Επίσης, σε περίπτωση που η Αναθέτουσα Αρχή τερματίσει τη σύμβαση, δικαιούται να ανακτήσει από τον Ανάδοχο οποιαδήποτε βλάβη   έχει υποστεί μέχρι το μέγιστο ποσό που καθορίζεται στη σύμβαση. Εάν δεν καθορίζεται μέγιστο ποσό, η Αναθέτουσα Αρχή, χωρίς επηρεασμό των άλλων θεραπειών που προβλέπονται από τη σύμβαση, δικαιούται να ανακτήσει το μέρος αυτό της αξίας της σύμβασης που αποδίδεται στο μέρος αυτό των υπηρεσιών/ παραδόσεων/ εργασιών που δεν έχουν, λόγω παράλειψης του Αναδόχου, ολοκληρωθεί ικανοποιητικά. Από την άλλη πλευρά, ο Ανάδοχος δεν δικαιούται να απαιτήσει, πέρα από τα ποσά που οφείλονται σε αυτόν για εργασία που έχει ήδη εκτελεστεί, αποζημίωση για οποιαδήποτε βλάβη ή απώλεια που υπέστη, εκτός αν άλλως ορίζεται στη σύμβαση.

Σε περίπτωση όμως τερματισμού της σύμβασης από τον Ανάδοχο, η Αναθέτουσα Αρχή οφείλει να αποζημιώσει τον Ανάδοχο για   οποιαδήποτε ζημιά ή βλάβη που μπορεί να υπέστη. Η πρόσθετη αυτή πληρωμή δεν μπορεί να είναι τέτοια ώστε οι συνολικές πληρωμές να ξεπερνούν τη συμβατική αξία.

Όταν μία σύμβαση τερματίζεται χωρίς να επιτευχθεί η αποδοχή των παραδοτέων της (π.χ. λόγω μη ικανοποιητικής απόδοσης του Αναδόχου), η   Αναθέτουσα Αρχή θα πρέπει να εξετάσει τη δυνατότητα επαναπροκήρυξης του Διαγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει αφενός να επανεξεταστούν οι ανάγκες που είχαν εντοπιστεί αρχικά και οι οποίες θα καλύπτονταν από την εν λόγω σύμβαση, αφετέρου να εντοπιστούν τυχόν νέες επιπρόσθετες ανάγκες ή απαιτήσεις. Τα προβλήματα απόδοσης του Αναδόχου, τα τυχόν κενά της σύμβασης που είχε υπογραφτεί και όλη η εμπειρία που αποκομίστηκε από τα λάθη στη διαχείριση της σύμβασης θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη τόσο κατά την προετοιμασία των Εγγράφων του νέου Διαγωνισμού όσο και κατά τη διαχείριση της νέας σύμβασης με το νέο Ανάδοχο ώστε να αποφευχθεί η επανάληψή τους.