Οι διαφορές επί συμβατικών θεμάτων που ενδέχεται να παρουσιαστούν μεταξύ Αναθέτουσας Αρχής και Αναδόχου κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της σύμβασης, αποτελούν μία ανεπιθύμητη κατάσταση, η οποία απαιτεί χρόνο και κόστος για τη διαχείρισή της. Στις σχέσεις των δύο μερών που συνήθως χτίζονται με μεγάλη προσπάθεια σε εκτεταμένα χρονικά διαστήματα, παρουσιάζονται ρήγματα ή καταστρέφονται ολοσχερώς. Εάν οι διαφορές τραβήξουν σε βάθος χρόνου, τότε αυξάνεται σημαντικά το κόστος και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, επηρεάζεται η επίτευξη της βέλτιστης σχέσης ποιότητας/ τιμής και εκμηδενίζονται τα πλεονεκτήματα που μπορεί αποφέρει η σύμβαση τόσο στην Αναθέτουσα Αρχή όσο και στον Ανάδοχο. Για αυτό το λόγο, ιδιαίτερη προσπάθεια θα πρέπει να καταβάλλεται για τη δημιουργία καλής σχέσης συνεργασίας, που θα διασφαλίζει την συχνή και αποτελεσματική επικοινωνία καθώς και την αποφυγή της ανάπτυξης κάθε είδους διένεξης/ διαφοράς μεταξύ Αναθέτουσας Αρχής και Αναδόχου.

 Δεδομένου ότι ακόμα και αν η Αναθέτουσα Αρχή έχει επενδύσει στην ανάπτυξη καλής σχέσης συνεργασίας με τον Ανάδοχο, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα εμφάνισης διαφορών, μεγάλη προσοχή θα πρέπει να δίνεται ώστε στην σύμβαση που υπογράφεται με τον Ανάδοχο να υπάρχουν πρόνοιες αφενός για τη διατήρηση αυτής της καλής σχέσης αφετέρου για τις μεθόδους επίλυσης διαφορών που θα εφαρμόζονται, την κλιμάκωσή τους και τις διαδικασίες εφαρμογής τους.